αλιτόμηνος

αλιτόμηνος
ἀλιτόμηνος, -ον (Α)
1. ο ἠλιτόμηνος*
2. (στους Πυθαγορείους) η οκτάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο- (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρημ. ἀλιταίνω*) + -μηνος < μήν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀλιτόμηνος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτόμηνον — ἀλιτόμηνος masc/fem acc sg ἀλιτόμηνος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτόμηνα — ἀλιτόμηνος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιταίνω — ἀλιταίνω (επικ. ρ.) (Α) 1. προσβάλλω, αδικώ, βλάπτω 2. υπερβαίνω, παραβαίνω 3. σφάλλω, πέφτω έξω, δεν πετυχαίνω κάτι 4. (η μτχ. ως επίθ.) ἀλιτήμενος αμαρτωλός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα θ. τής λ. ἀλείτης*… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”